πήκτωμα

πήκτωμα
το, Ν
1. ζωική κόλλα, ζελατίνη
2. φαρμακευτικό σκεύασμα με ζελατίνη, νερό και ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηκτός + κατάλ. -ωμα, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. gelee].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηκτωματώδης — ες, Ν [πήκτωμα] όμοιος με πήκτωμα …   Dictionary of Greek

  • αλγίνη — ή αλγινάτη, η Χημ. κολλοειδής οργανική ουσία που παράγεται από φύκια τής θάλασσας ορισμένων περιοχών και είναι δυνατό να κλωστοποιηθεί. Αποτελείται κυρίως από τα αλγινικά άλατα τού νατρίου και τού μαγνησίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή… …   Dictionary of Greek

  • ζελέ — τα 1. είδη ζαχαροπλαστικής ή μαγειρικής που λαμβάνονται με βρασμό χυμού φρούτων ή λαχανικών με γλυκαντικό 2. (στον εν.) το ζελέ πήκτωμα από χυμούς διαφόρων καρπών ή χημικών ουσιών που χρησιμοποιείται για την αισθητική τού προσώπου και τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”